περιοδεία

περιοδεία
και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ [περιοδεύω]
η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων»)
νεοελλ.
φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» — μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από τόπο σε τόπο για εμφανίσεις ενώπιον τού κοινού, τουρνέ·|| (μνσ.-αρχ.)
1. ιατρική φροντίδα, θεραπεία
2. η περιοδική κίνηση τών ουράνιων σωμάτων
3. η μετακίνηση τού επισκόπου για να επισκεφθεί τις ενορίες του
αρχ.
1. προσεκτική εξέταση, εμβριθής μελέτη
2. κατόπτευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιοδεία — περιοδείᾱ , περιοδεία going round fem nom/voc/acc dual περιοδείᾱ , περιοδεία going round fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδείᾳ — περιοδείᾱͅ , περιοδεία going round fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδεία — η επίσκεψη τόπων για ορισμένο σκοπό: Προεκλογική περιοδεία των πολιτευτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιοδείας — περιοδείᾱς , περιοδεία going round fem acc pl περιοδείᾱς , περιοδεία going round fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδείαν — περιοδείᾱν , περιοδεία going round fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδειῶν — περιοδεία going round fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδείαις — περιοδεία going round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιοδίαις — περιοδεία going round fem dat pl περιοδία going round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τουρνέ — (Tournai). Πόλη (67.669 κάτ.) στο Βέλγιο. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Τούρνακουμ, της βελγικής επαρχίας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η πόλη κυριεύτηκε το 431 από τους Γάλλους και έγινε πρωτεύουσα των πρώτων μεροβιγκιανών βασιλιάδων. Συστηματικές …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”