- περιοδεία
- και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ [περιοδεύω]η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων»)νεοελλ.φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» — μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από τόπο σε τόπο για εμφανίσεις ενώπιον τού κοινού, τουρνέ·|| (μνσ.-αρχ.)1. ιατρική φροντίδα, θεραπεία2. η περιοδική κίνηση τών ουράνιων σωμάτων3. η μετακίνηση τού επισκόπου για να επισκεφθεί τις ενορίες τουαρχ.1. προσεκτική εξέταση, εμβριθής μελέτη2. κατόπτευση.
Dictionary of Greek. 2013.